Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοιούτος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιούτος ο [tiútos] Ο18 : (οικ.) παθητικός ομοφυλόφιλος· τέτοιος.

[λόγ. < αρχ. τοιοῦτος `τέτοιος΄ σημδ. του λαϊκού τέτοιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go