Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοίχωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοίχωμα το [tíxoma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : α. επιφάνεια που περιβάλλει μια κοιλότητα: Εξωτερικά / εσωτερικά τοιχώματα. Tα τοιχώματα του πλοίου / του πηγαδιού / της σπηλιάς. || εσωτερική επιφάνεια ενός δοχείου: Tα τοιχώματα του σωλήνα. β. (ανατ.) ιστοί που καλύπτουν το εσωτερικό κοίλων οργάνων ή κοιλότητας του σώματος: Tα τοιχώματα των αγγείων / των αρτηριών. Kοιλιακά / θωρακικά τοιχώματα.

[λόγ. τοίχ(ος) -ωμα (σφαλερή δημιουργία σαν από ρ. τοιχώ) απόδ. γαλλ. paroi]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go