Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τμηματάρχης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τμηματάρχης ο [tmimatáris] Ο10 θηλ. τμηματάρχης [tmimatáris] & τμηματάρχισσα [tmimatárisa] Ο27 : προϊστάμενος τμήματος δημόσιας υπηρεσίας ή ιδιωτικής επιχείρησης: ~ υπουργείου / τράπεζας / εταιρείας. || βαθμός στην ιεραρχία των δημόσιων υπαλλήλων, ανώτερος από τον εισηγητή και κατώτερος από το διευθυντή: Πήρε προαγωγή και έγινε ~ β' / ~ α'.

[λόγ. τμηματ- (τμήμα) + -άρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. τμηματάρχ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες