Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιτουλάριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιτουλάριος ο [titulários] Ο20α : (εκκλ.) βοηθός επίσκοπος που χειροτονείται με τον τίτλο επισκοπής που έχει καταργηθεί.

[λόγ. < λατ. titul(us) `τίτλος΄ -άριος μτφρδ. γαλλ. titulaire (< λατ. titul(us) -aire)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες