Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τιμ
28 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμ το [tím] Ο (άκλ.) : ομάδα ειδικών που συνεργάζονται για την πραγματοποίηση ενός έργου· ομάδα εργασίας: Tο ~ των δημοσιογράφων / της τηλεόρασης. Οι εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς γίνονται από ~ ειδικών γιατρών.

[λόγ. < αγγλ. team]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμαλφή τα [timalfí] Ο (βλ. Ε10) : κοσμήματα και γενικά πολύτιμα μικροαντικείμενα: Παραδίδω τα χρήματα και τα ~ για φύλαξη.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. τιμαλφής `πολύτιμος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμαριθμικός -ή -ό [timariθmikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στον τιμάριθμο: Tιμαριθμική άνοδος / πτώση. Tιμαριθμικοί πίνακες. 2. που είναι ανάλογος με την αύξηση του τιμαρίθμου: Tιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών / των ημερομισθίων.

[λόγ. τιμάριθμ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμαριθμοποίηση η [timariθmopíisi] Ο33 : τιμαριθμική αναπροσαρμογή: ~ της φορολογικής κλίμακας.

[λόγ. τιμάριθμ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμαριθμοποιώ [timariθmopió] -ούμαι Ρ10.9 : αναπροσαρμόζω με βάση τον τιμάριθμο, κάνω τιμαριθμική αναπροσαρμογή: Ο υπουργός οικονομικών επιβεβαίωσε ότι θα τιμαριθμοποιηθεί η φορολογική κλίμακα.

[λόγ. τιμάριθμ(ος) -ο- + -ποιώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμάριθμος ο [timáriθmos] Ο20α : (οικον.) αριθμητικός πίνακας που περιλαμβάνει τη μέση τιμή οικονομικών αγαθών ή παροχής υπηρεσιών κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, σε σύγκριση με τις τιμές μιας άλλης περιόδου που λαμβάνεται ως βάση: Άνοδος / πτώση του τιμαρίθμου. Σταθεροποίηση / συγκράτηση του τιμαρίθμου στα περυσινά επίπεδα. ~ χοντρικής / λιανικής πωλήσεως. ~ του κόστους ζωής, για τα είδη που αγοράζει μια τυπική οικογένεια. Ο ~ αυξήθηκε κατά 10%.

[λόγ. τιμ(ή)ΙΙ1 + αριθμ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμάριο το [timário] Ο40 : 1. μεγάλη έκταση αγροτικής γης που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικό, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφερε αυτός στο οθωμανικό κράτος· άρνηση υπηρεσίας είχε ως συνέπεια την ανάκληση του τιμαρίου· (πρβ. φέουδο, τσιφλίκι). 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε έναν τομέα όπου ασκείται η εξουσία με τρό πο αυθαίρετο· φέουδο: Tο υπουργείο δεν είναι ~ κανενός.

[λόγ. < μσν. τιμάριον < περσ. timar -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμαριούχος ο [timariúxos] Ο18 : κάτοχος τιμαρίου.

[λόγ. τιμάρι(ον) + -ούχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμαριωτικός -ή -ό [timariotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το τιμάριο: Tιμαριωτικό σύστημα, τιμαριωτισμός.

[λόγ. τιμαριώτ(ης < τιμάρι(ον) -ώτης) `κάτοχος τιμαρίου΄ -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμαριωτισμός ο [timariotizmós] Ο17 : διοικητικό σύστημα που ίσχυσε κατά την περίοδο της ακμής, κυρίως της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και που σύμφωνα με αυτό ένα μέρος της δημόσιας γης ήταν χωρισμένο σε τιμάρια· (πρβ. φεουδαρχία).

[λόγ. τιμαριώτ(ης < τιμάρι(ον) -ώτης) `κάτοχος τιμαρίου΄ -ισμός]

< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go