Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιθάσευση η [tiθásefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τιθασεύω· δάμασμα: H ~ των παθών / των στοιχείων της φύσης.
[λόγ. < ελνστ. τιθάσευ(σις) -ση]



