Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλεφωνείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηλεφωνείο το [tilefonío] Ο39 : ειδικός χώρος σε ταχυδρομικό ή άλλης χρήσεως κτίριο, όπου μπορεί να τηλεφωνεί το κοινό.

[λόγ. τηλέφων(ον) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες