Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τηλεβόλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηλεβόλο το [tilevólo] Ο39 : (παρωχ.) όπλο που ρίχνει βλήματα σε μεγάλες αποστάσεις· πυροβόλο, κανόνι.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. τηλεβόλος `που ρίχνει μακριά΄ (ενν. π.χ. τόξο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go