Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τηλέτυπο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηλέτυπο το [tilétipo] Ο40 : συσκευή με πληκτρολόγιο, όπως η γραφομηχανή, που διαβιβάζει και δέχεται τηλεγραφικά σήματα του πενταδικού κώδικα, τα μετατρέπει στα αντίστοιχα γράμματα ή αριθμούς και τα εκτυπώνει σε χαρτί: Tο ~ είναι βελτιωμένη μορφή του τηλεγράφου.

[λόγ. < αγγλ. Teletype σήμα κατατ. < tele- = τηλε- + type(writer) `γραφομηχανή΄ (type- < αρχ. τύπος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go