Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τζόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζόγος ο [dzóγos] Ο18 : I. (προφ.) χαρτοπαιξία: Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, στον τζόγο. ΦΡ κάνω τζόγο, κόβω τα χαρτιά. II. διάκενο: Άφησε λίγο τζόγο!

[βεν. zogo ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go