Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τζουτζές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζουτζές ο [dzudzés] Ο13 : (λαϊκότρ.) νάνος που έκανε το γελωτοποιό. || (επέκτ., παρωχ.) άνθρωπος γελοίος.

[τουρκ. cüce `νάνος΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go