Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τζιπ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζιπ το [dzíp] Ο (άκλ.) : μικρό επιβατικό αυτοκίνητο με ισχυρό κινητήρα και πτυσσόμενη οροφή, κατάλληλο για ανώμαλους δρόμους, κυρίως για στρατιωτική χρήση. τζιπάκι το YΠΟKΟΡ.

[αγγλ. jeep]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go