Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαμιλίκι το [dzamilíki] & τζαμλίκι το [dzamlíki] Ο44 : ξύλινο συνήθ. πλαίσιο, όπου τοποθετείται το τζάμι στα παράθυρα ή στις πόρτες. || (επέκτ.) το πλαίσιο μαζί με το τζάμι.
[τουρκ. camlιk `χώρος κλεισμένος με τζάμι΄ -ι και ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]



