Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τζαμαϊκανός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζαμαϊκανός -ή -ό [dzamaikanós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη Tζαμάικα ή στους Tζαμαϊκανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tζαμαϊκανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Tζαμαϊκανή μουσική. 2. (ως ουσ.) ο Tζαμαϊκανός, θηλ. Tζαμαϊκανή, ο κάτοικος της Tζαμάικας. || (ως επίθ.): Tζαμαϊκανοί δρομείς.

[λόγ. Tζαμάικ(α) -ανός < αγγλ. Jamaica (από γλ. των Iνδιάνων της Aμερικής)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go