Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζίβα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζίβα η [dzíva] Ο25α : χόρτο ψιλό και άγριο, κατάλληλο για να γεμίζουν στρώματα, ταπετσαρίες κτλ. || Mαλλιά σαν ~, πολύ άγρια.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες