Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τζάκετ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζάκετ το [dzáket] Ο (άκλ.) : είδος στρατιωτικού πανωφοριού. || πανωφό ρι που μοιάζει με το στρατιωτικό.

[λόγ. < αγγλ. jacket]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go