Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζάγκουαρ το [dzáguar] Ο (άκλ.) : είδος λεοπάρδαλης της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής· ιαγουάρος.
[λόγ. < αγγλ. jaguar ισπαν. yaguar (από ινδιάνικη γλώσσα της Νότιας Αμερικής)]



