Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεφτέρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεφτέρι το [teftéri] Ο44 : 1. (παρωχ.) τετράδιο για λογαριασμούς ή σημειώ σεις. 2. (μειωτ.) αρχείο δημόσιας αρχής· κιτάπι: Δεν τον βρήκαν γραμμένο στα τεφτέρια τους. ΦΡ γράφω* κπ. / κτ. στα παλιά μου τα τεφτέρια· ΣYN ΦΡ γράφω κπ. / κτ. στα παλιά μου τα παπούτσια.

[αντδ. < τουρκ. tefter, defter < αραβ. diftar < αρχ. διφθέρα στη σημ.: `γραφική ύλη΄ (πρβ. μσν. δεφτέρι συμφυρ. του υποκορ. διφθέριον & τουρκ. tefter)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go