Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεφροδόχη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεφροδόχη η [tefroδóxi] Ο30 : 1. χώρος όπου πέφτει η στάχτη από το κάψιμο των ξύλων ή άλλου καύσιμου υλικού: H ~ του λέβητα. 2. τεφροδόχος.

[λόγ. τέφρ(α) -ο- + -δόχη κατά το ελνστ. καπνοδόχη `καπνοδόχος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go