Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τετραώροφος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετραώροφος -η -ο [tetraórofos] Ε5 : 1. που έχει τέσσερις ορόφους: Tετραώροφη πολυκατοικία / οικοδομή. || (ως ουσ.) το τετραώροφο, τετραώροφο κτίσμα. 2. για κτ. που το έχουν κατασκευάσει σε τέσσερα επίπεδα: Tετραώροφη τούρτα.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. τετραώροφον τό, αρχ. επίθ. τετρώροφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go