Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετραπλασιασμός ο [tetraplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τετραπλασιάζω, αύξηση κατά τέσσερις φορές: ~ των εξόδων.
[λόγ. τετραπλασιασ- (τετραπλασιάζω) -μός]



