Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετρακοσάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετρακοσάρι το [tetrakosári] Ο44α : 1. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (δραχμές / χιλιάδες κτλ.). 2. αγώνας δρόμου τετρακοσίων μέτρων: Έλα να τρέξουμε ένα ~.

[τετρακόσ(α) -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετρακοσαριά η [tetrakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου τετρακόσιοι: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει τετρακοσαριές…!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.

[τετρακόσ(α) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες