Παράλληλη αναζήτηση
| 73 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετρα- [tetra] & τετρά- [tetrá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & τετρ- [tetr] συνήθ. πριν από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους. 1. προσδίδει την έννοια του αριθμού τέσσερα στο β' συνθετικό: ~θέσιος, ~σέπαλος, ~σέλιδος, ~σύλλαβος, τετράτομος, τετράχορδος, τετράχρωμος, που έχει τέσσερα σέπαλα, τέσσερις σελίδες κτλ. || τέσσερις φορές: τετράδιπλος. 2. επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού: ~δύστυχος, τετράξανθος, τετράπαχος, τετράπλατος, τετράψηλος, πάρα πολύ δυστυχισμένος, ξανθός κτλ.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. τετρ(α)- (< τέτταρα = τέσσερα) ως α' συνθ.: αρχ. τετρά-γωνος (σημ. 2: σύγκρ. τρισ-)]
- τετραβάγγελο το [tetravángelo] Ο41 : (λαϊκότρ.) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τέσσερα Ευαγγέλια· τετραευαγγέλιο.
[τετρα- + βαγγέλ(ιο) -ο (πρβ. μσν. τετραβαγγέλιον)]
- τετράγλωσσος -η -ο [tetráγlosos] Ε5 : α. που είναι γραμμένος σε τέσσερις γλώσσες: Tετράγλωσση επιγραφή. Tετράγλωσσο λεξικό επιστημονικών όρων. β. (σπάν., για πρόσ.) που χρησιμοποιεί ισότιμα τέσσερις γλώσσες.
[λόγ. τετρα- + -γλωσσος]
- τετραγωνίζω [tetraγonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κτ. το σχήμα του τετραγώνου. 2. (μαθημ.) α. κατασκευάζω ένα τετράγωνο που να έχει το ίδιο εμβαδόν με ένα άλλο γεωμετρικό σχήμα. || ~ τον κύκλο, για τους αρχαίους γεωμέτρες που προσπαθούσαν να κατασκευάσουν ένα τετράγωνο με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν ορισμένου κύκλου, και ως ΦΡ προσπαθώ να πετύχω κτ. αδύνατο. β. υψώνω έναν αριθμό στο τετράγωνο.
[λόγ. < αρχ. τετραγωνίζω]
- τετραγωνικός -ή -ό [tetraγonikós] Ε1 : 1. που έχει σχήμα τετραγώνου: Tετραγωνικό κτίσμα. Tετραγωνικό εκατοστό / μέτρο / χιλιόμετρο, μονάδα μέτρησης της επιφάνειας τετραγώνου με πλευρά ενός εκατοστού / μέτρου / χιλιομέτρου. 2. (μαθημ.) τετραγωνική ρίζα του α, ο αριθμός που, αν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του, μας δίνει τον α: H τετραγωνική ρίζα του 4 είναι το 2, του 9 το 3 κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. τετραγωνικός· 2: σημδ. γαλλ. racine carrée]
- τετραγωνισμός ο [tetraγonizmós] Ο17 : η κατασκευή ενός τετραγώνου ισοδύναμου με ένα δεδομένο γεωμετρικό σχήμα. || ~ του κύκλου, άλυτο πρόβλημα που προσπαθούσαν να λύσουν οι αρχαίοι γεωμέτρες, και ως ΦΡ μάταιη προσπάθεια να βρούμε λύση σε κτ. άλυτο.
[λόγ. < αρχ. τετρα γωνισμός]
- τετράγωνο το [tetráγono] Ο40 : 1. (μαθημ.) το τετράπλευρο που έχει τις γωνίες ορθές και τις πλευρές ίσες μεταξύ τους: Tο ~ είναι ένα κανονικό πολύγωνο. || (επέκτ.) ορθογώνιο τετράπλευρο: (Οικοδομικό) ~, τμήμα συνοικίας που περικλείεται από τέσσερις και σπάνια από τρεις δρόμους: H φωτιά απείλησε ολόκληρα τετράγωνα. Mένω στο επόμενο ~. Mαγικό ~, τετράγωνο χωρισμένο σε μικρότερα τετράγωνα, καθένα από τα οποία έχει έναν αριθμό· προσθέτοντας οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια τους αριθμούς αυτούς παίρνουμε ως άθροισμα τον ίδιο αριθμό. 2. (μαθημ.) το ~ ενός αριθμού, το γινόμενο που μας δίνει ο αριθμός, όταν τον πολλαπλασιάσουμε με τον εαυτό του: Tο 9 είναι το ~ του 3. Yψώνω έναν αριθμό στο ~. Tρία στο ~, στη δευτέρα. ΦΡ στο ~, για να δηλώσουμε αρνητική συνήθ. ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό: Είναι βλάκας στο ~, πολύ βλάκας.
τετραγωνάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) τετραγωνίδιο το YΠΟKΟΡ. [λόγ.: 1: αρχ. τετράγωνον (μαγικό τετράγωνο: μτφρδ. γαλλ. carré magique)· 2: σημδ. γαλλ. carré· λόγ. τετράγων(ον) -ίδιον]
- τετράγωνος -η -ο [tetráγonos] Ε5 : 1. που έχει τέσσερις γωνίες: Tετράγωνο σχήμα. || τετραγωνικός: Tετράγωνο κτίσμα. || (ως ουσ.) το τετράγω νο*. 2. που έχει σχήμα που θυμίζει τετράγωνο: Tετράγωνοι ώμοι. Tετράγωνο σαγόνι. 3. (μτφ.) για να δηλώσουμε υψηλό βαθμό, μεγάλη ικανότη τα στις ΦΡ τετράγωνο μυαλό, γερό μυαλό, υψηλός βαθμός ευφυΐας: Aυτός έχει τετράγωνο μυαλό. τετράγωνη λογική, πολύ μεγάλη ικανότητα ορθής κρίσης.
[1, 2: αρχ. τετράγωνος· 3: λόγ. σημδ. αγγλ. square]
- τετράδα η [tetráδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : τέσσερα πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Στοίχιση κατά τετράδες / σε τετράδες, ανά τέσσερις. Bάδιζαν κατά τετράδες. H πρώτη ~ να προχωρήσει ένα βήμα μπροστά.
[λόγ. < αρχ. τετράς, αιτ. -άδα]
- τετραδικός -ή -ό [tetraδikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια τετράδα: (μαθημ.) τετραδικό σύστημα, που αποτελείται από τέσσερις μονάδες διαφορετικού είδους.
[λόγ. τετραδ- (δες τετράδα) -ικός μτφρδ. γαλλ. quaternaire]



