Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τετράχορδος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετράχορδος -η -ο [tetráxorδos] Ε5 : για μουσικό όργανο που έχει τέσσερις χορδές: Tετράχορδη λύρα.

[λόγ. < ελνστ. τετράχορδος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go