Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετράποδος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετράποδος -η -ο [tetrápoδos] Ε5 : 1. για ζώο που έχει τέσσερα πόδια: Tο άλογο είναι ζώο τετράποδο. 2. (ως ουσ.) α. τα τετράποδα, γενική ονομασία των σπονδυλωτών ζώων που έχουν τέσσερα άκρα. β. (μτφ.) το τετράποδο, άνθρωπος κουτός και αγράμματος· ζώο.

[λόγ. < ελνστ. τετρά ποδος (αρχ. τετράπους)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες