Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεταρτοετής -ής -ές [tetartoetís] Ε10 : που φοιτά στο τέταρτο έτος μιας ανώτατης σχολής: ~ φοιτητής / φοιτήτρια. || (ως ουσ.) ο τεταρτοετής, θηλ. τεταρτοετής: Εκδρομή των τεταρτοετών.
[λόγ. τέταρτ(ος) -ο- + -ετής]



