Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεταρταίος -α -ο [tetartéos] Ε4 : (παρωχ.) ~ (πυρετός), τετραήμερος πυρετός, κυρίως στη ΦΡ με έπιασε ~ (πυρετός), φοβήθηκα πάρα πολύ.
[λόγ. < αρχ. τεταρταῖος πυρετός]



