Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τερτίπι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερτίπι το [tertípi] Ο44 : (οικ.) κόλπο, τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κπ.: Aυτά τα τερτίπια δεν περνούν σ΄ εμένα, να τα πουλήσεις αλλού. H πολιτική έχει τα τερτίπια της.

[τουρκ. tertip ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες