Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τερματικός -ή -ό [termatikós] Ε1 : 1. που βρίσκεται στο τέρμα: Ο ~ σταθμός των αυτοκινήτων. ~ αγωγός πετρελαίου. 2. (τεχν.) ~ σταθμός, τερματικό. || (ως ουσ.) το τερματικό, συσκευή που αποτελείται από μία οθόνη και ένα πληκτρολόγιο και που επεξεργάζεται πληροφορίες τις οποίες δέχεται από την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
[λόγ. τερματ- (τέρμα) -ικός μτφρδ. αγγλ. terminal]



