Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεριρέμ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεριρέμ το [terirém] & τερερέμ το [tererém] Ο (άκλ.) : μελωδική παράταση της φωνής, στη βυζαντινή ψαλμωδία, με επανάληψη της λέξης «τεριρέμ»· κράτημα.

[ηχομιμ. (σύγκρ. τραλαλά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες