Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεριλέν το [terilén] Ο (άκλ.) : λεπτό ύφασμα από συνθετική ίνα: Kουρτίνες από ~. || (ως επίθ.): Tο παντελόνι / η φούστα είναι ~.
[λόγ. < γαλλ. térylène σήμα κατατ.]



