Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεριλέν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεριλέν το [terilén] Ο (άκλ.) : λεπτό ύφασμα από συνθετική ίνα: Kουρτίνες από ~. || (ως επίθ.): Tο παντελόνι / η φούστα είναι ~.

[λόγ. < γαλλ. térylène σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες