Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τερετίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερετίζω [teretízo] Ρ2.1α : σιγοκελαηδώ: Στα δέντρα τερετίζουν τα τζιτζί κια / τα χελιδόνια. || (επέκτ., για πρόσ.) σιγοτραγουδώ.

[λόγ. < αρχ. τερετίζω (ηχομιμ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go