Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τερατόμορφος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερατόμορφος -η -ο [teratómorfos] Ε5 : 1. που έχει τη μορφή τέρατος. || που έχει κεφάλι τέρατος και σώμα ανθρώπου ή ζώου: Tερατόμορφοι θεοί αρχαίων ή πρωτόγονων λαών. 2. (μτφ.) που είναι άσχημος σαν τέρας.

[λόγ. < ελνστ. τερατόμορφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go