Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τερατογένεση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερατογένεση η [teratojénesi] Ο33 : ανώμαλη ανάπτυξη του εμβρύου, που οδηγεί στη γέννηση σοβαρά παραμορφωμένου ανθρώπου ή ζώου.

[λόγ. < γαλλ. tératogenèse < térato- = τερατο- + -genèse = -γένε(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go