Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τερέν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερέν το [terén] Ο (άκλ.) : ο αγωνιστικός χώρος ενός γηπέδου τένις, ποδοσφαίρου κτλ.

[λόγ. < γαλλ. terrain]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go