Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεράτωμα το [terátoma] Ο49 : (βιολ.) νεοπλασία που αναπτύσσεται από εμβρυϊκά στοιχεία ή από σπέρματα.
[λόγ. < γαλλ. tératome < αρχ. τερατ- (τέρας) -ome = -ωμα]



