Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεμπελχανάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεμπελχανάς ο [tembelxanás] Ο1 θηλ. τεμπελχανού [tembelxanú] Ο37 : (οικ.) αυτός που είναι πολύ τεμπέλης: Tι κάθεσαι βρε τεμπελχανά· κάνε και καμιά δουλειά!

[τουρκ. tembelhan(e) `ίδρυμα όπου τεμπέληδες ζουν από φιλανθρωπίες΄ -άς· τεμπελχαν(άς) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go