Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεμπελιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεμπελιάζω [tembelázo] Ρ2.1α : κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτε: Όταν ο μαθητής τεμπελιάζει, παίρνει κακούς βαθμούς. Tα παιδιά του πεινούν κι αυτός τεμπελιάζει όλη τη μέρα. Σήμερα είναι αργία· θα τεμπελιάσω!

[τεμπέλ(ης) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go