Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τελωνειακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελωνειακός -ή -ό [teloniakós] Ε1 : που έχει σχέση με το τελωνείο: ~ υπάλληλος. ~ έλεγχος / δασμός. Tελωνειακή σύμβαση / πολιτική. Tελωνειακή ένωση, με την οποία καταργούνται οι δασμοί ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κράτη. || (ως ουσ.) ο τελωνειακός, αυτός που υπηρετεί σε τελωνείο, τελωνειακός υπάλληλος.

[λόγ. τελωνεί(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go