Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τελολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελολογικός -ή -ό [telolojikós] & τελεολογικός -ή -ό [teleolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην τελολογία: H τελολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού. τελολογικά & τελεολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. téléologique < téléolog(ie) = τελεολογ(ία) -ique = -ικός & τελο- κατά το τελολογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go