Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τελατίνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελατίνι το [telatíni] Ο44 : κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, κατάλληλο για την κατασκευή παπουτσιών. ΦΡ κάνω κπ. ~ (στο ξύλο), τον δέρνω άγρια: Πρόσεξε, μη σε κάνω ~. γίνομαι ~, αδυνατίζω πολύ, εξαντλούμαι.

[τουρκ. telâtin (από τα ρωσ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go