Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεκτονικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεκτονικός 1 -ή -ό [tektonikós] Ε1 : (γεωλ.) που αναφέρεται στη δομή του στερεού φλοιού της γης: ~ σεισμός, που προκαλείται από διαταραχές των πετρωμάτων του στερεού φλοιού.

[λόγ. < αρχ. τεκτονικός `που αναφέρεται σε ξυλουργό ή χτίστη΄ σημδ. γερμ. tektonisch]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεκτονικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τους ελεύθερους τέκτονες: Tεκτονική στοά*.

[λόγ. τεκτον- (δες τέκτονας) -ικός μτφρδ. ιταλ. massonico]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go