Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταϊλανδέζικος -η -ο [tailanδézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tαϊλάνδη ή στους Tαϊλανδούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tαϊλανδέζικη κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[Tαϊλάνδ(η) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος), Tαϊλάνδη: λόγ. < αγγλ. Thaïlande (ορθογρ. δαν.)]



