Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταϊβανέζικος -η -ο [taivanézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tαϊβάν ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tαϊβανέζικη κυβέρνηση. Tαϊβανέζικα προϊόντα.
[Tαϊβάν -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος), Tαϊβάν: λόγ. < αγγλ. Taiwan (ορθογρ. δαν.) (από τα κινέζικα)]