Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταψί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταψί το [tapsí] Ο43 : άβαθο στρογγυλό ή τετράγωνο μαγειρικό σκεύος που το χρησιμοποιούν για να ψήνουν τα φαγητά ή τα γλυκά στο φούρνο: ~ χάλκινο / από αλουμίνιο / από πυρέξ. Γλυκά του ταψιού, το γαλακτομπούρεκο, ο μπακλαβάς, το κανταΐφι κτλ. || το περιεχόμενο του ταψιού: Έφτιαξε ένα μεγάλο ~ ντομάτες γεμιστές. Έφαγε ολόκληρο το ~. ΦΡ κάνω κπ. να χορέψει στο ~ / χορεύω κπ. στο ~, τον ταλαιπωρώ πολύ, συνήθ. για να τον εκδικηθώ ή για να πετύχω κτ., εκβιάζοντάς τον: Aς μη δεχτεί το συμβιβασμό και θα τον κάνω εγώ να χορέψει στο ~. Mην το παραχαϊδεύετε το παιδί, γιατί θα σας χορέψει όλους στο ~. || σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε μια μεγάλη και επίπεδη έκταση γης, κυρίως όταν τη βλέπουμε από ψηλά: Aπ΄ το Λυκαβηττό βλέπεις όλη την Aθήνα ~. ταψάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. ταψί < τουρκ. tepsi, διαλεκτ. tapsι(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες