Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταχύνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχύνω [taxíno] Ρ8.1α : (λόγ.) κάνω κτ. ταχύ, αυξάνω την ταχύτητά του. ANT βραδύνω: ~ το βήμα (μου), επιταχύνω, ανοίγω.

[λόγ. < αρχ. ταχύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go