Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταχυδρομώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχυδρομώ [taxiδromó] -ούμαι Ρ10.9 : στέλνω κτ. με το ταχυδρομείο: ~ ένα συστημένο γράμμα / μια επιστολή. Tο δέμα ταχυδρομήθηκε χτες.

[λόγ. ταχυδρο μ(είον) -ώ σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. ταχυδρομίζω (πρβ. ελνστ. ταχυδρομῶ `τρέχω γρήγορα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go