Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταχυδρομικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχυδρομικός -ή -ό [taxiδromikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο ταχυδρομείο ή που έχει σχέση με αυτό: ~ σάκος. Tαχυδρομική σφραγίδα / θυρίδα. Tαχυδρομικό γραφείο / κουτί / ταμιευτήριο. ~ τομέας* / κώδικας. Tαχυδρο μικά τέλη. Tαχυδρομική άμαξα*. || που εργάζεται στο ταχυδρομείο: ~ υπάλληλος / διανομέας. β. για κτ. που το στέλνουν με το ταχυδρομείο: Tαχυδρομική επιταγή / κάρτα. Tαχυδρομικό έμβασμα. 2. (ως ουσ.) α. ο ταχυδρομικός, υπάλληλος του ταχυδρομείου. β. τα ταχυδρομικά, ταχυδρομικά τέλη. ταχυδρομικά & ταχυδρομικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1β: Στέλνω τα χρήματα ~.

[λόγ. ταχυδρομ(είον) -ικός· λόγ. ταχυδρομικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες