Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταχτάρισμα το [taxtárizma] Ο49 : 1. (λαϊκότρ.) η ενέργεια του ταχταρίζω. 2. (πληθ.) δημοτικά τραγούδια που τα τραγουδούσαν, όταν χόρευαν τα μω ρά στα χέρια τους: Tα ταχταρίσματα μοιάζουν στο περιεχόμενο με τα νανουρίσματα, έχουν όμως πιο ζωηρό ρυθμό.
[ταχταρισ- (ταχταρίζω) -μα]



