Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταχίνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχίνι το [taxíni] Ο44 : πολτός από αλεσμένο σουσάμι, που τον χρησιμοποιούν κυρίως για να φτιάχνουν χαλβά.

[τουρκ. tahin (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go